- συνεφορεύω
- συνεφ-ορεύω,A to be joint-ephor, IG5(1).1317 (Thalamae, iv/iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεφορεύω — Α [συνέφορος] είμαι έφορος μαζί με άλλον, έχω το αξίωμα τού εφόρου μαζί με άλλον … Dictionary of Greek